Η πορεία προς την 3η
«αξιολόγηση», που αναμένεται να αρχίσει μέσα στο φθινόπωρο, σηματοδοτεί το βάθεμα της
αντεργατικής και αντιλαϊκής επίθεσης, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να
καλλιεργήσει κλίμα εφησυχασμού και, πολύ περισσότερο, να πείσει ότι οσονούπω
βγαίνουμε από το τούνελ των μνημονίων και σε κάθε περίπτωση από εδώ και πέρα
μόνο βελτίωση της κατάστασης μπορεί να υπάρξει για το λαό. Η προσπάθεια όμως
της κυβέρνησης να φιλοτεχνήσει το νέο προπαγανδιστικό «αφήγημά» της σκοντάφτει
στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά η εργατική τάξη και ιδιαίτερα
στην εργασιακή ζούγκλα που έχει επιβληθεί μέσα στους χώρους δουλειάς και που η
ίδια μονιμοποίησε με την τελευταία συμφωνία της με την τρόικα και εμβάθυνε
ακόμα περισσότερο σε κρίσιμα ζητήματα για τους εργαζόμενους. Και επειδή η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν ελάφρυνε το ήδη επαχθές φορτίο των εργαζομένων, στο
οποίο τους υπέβαλλαν όλες οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις για λογαριασμό
του κεφαλαίου, τα νέα μέτρα που πρόσθεσε και αυτά που αναμένεται να πάρει στο
εγγύς μέλλον κάνουν ακόμα πιο επώδυνο και αντιδραστικό το χαρακτήρα των
παρεμβάσεών της στην αγορά εργασίας, στην Ασφάλιση και τη φορολογία των λαϊκών
εισοδημάτων.
***
Ετσι, παρά τα
φληναφήματά της, η κυβέρνηση συμφώνησε με την τρόικα και ψήφισε με νόμο τη διαιώνιση
του άθλιου αντεργατικού καθεστώτος που επιβλήθηκε στην αγορά εργασίας,
τουλάχιστον από το 2011, χωρίς να θίξει ούτε ένα μέτρο από όσα μέχρι τώρα έχουν
ψηφιστεί. Ως εκ τούτου, η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η
διατήρηση των μισθών πείνας στο ύψος των 586 και 511 ευρώ μεικτά έχουν και τη
δική της σφραγίδα. Και κυρίως, η μισθολογική διάκριση μεταξύ των εργαζομένων
άνω και κάτω των 25 ετών αποτελεί κόλαφο για την κυβέρνηση και έγκλημα σε βάρος
της νέας γενιάς, που δεν μπορεί με τίποτα να ξεπλύνει. Επιπλέον, η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν περιορίστηκε στη διατήρηση της εργασιακής αθλιότητας, αλλά
είχε και τη δική της αποφασιστική συνεισφορά, να την κάνει ακόμα πιο αβίωτη.
Ετσι προχώρησε: Στην πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων πάνω από τα όρια
που έθετε ο νόμος για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Στην ουσιαστική κατάργηση της
κυριακάτικης αργίας με την επέκταση της λειτουργίας των καταστημάτων 32
Κυριακές το χρόνο, υπό το πρόσχημα του τουρισμού. Ισχυροποίησε τα όπλα της
εργοδοσίας απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις, δημιουργώντας προϋποθέσεις
εφαρμογής του «λοκ - άουτ» (ανταπεργία). Μέχρι και στη δημιουργία «ηλεκτρονικού
μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων» δεσμεύτηκε να προχωρήσει, το οποίο μπορεί
να αξιοποιηθεί από την εργοδοσία και το κράτος για ένα σύγχρονο «φακέλωμα» των
εργαζομένων και της συνδικαλιστικής δράσης.
***
Και επειδή ακριβώς η
επίθεση στις εργασιακές σχέσεις πάει χέρι χέρι με την προσπάθεια να
μπουν επιπλέον εμπόδια στην οργάνωση των εργαζομένων και στην ανάπτυξη αγώνων,
η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι ενόψει της 3ης «αξιολόγησης» «θα υιοθετήσει
νομοθεσία για την αύξηση της απαρτίας για την προκήρυξη απεργίας από
πρωτοβάθμια σωματεία στο 50%». Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος κυβέρνησης και
τρόικας να θέσουν πρόσθετα εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση και ειδικά στην
προκήρυξη απεργιών, τη στιγμή μάλιστα που ακόμα και με το ισχύον καθεστώς 9
στις 10 απεργίες βγαίνουν από την αστική «Δικαιοσύνη» παράνομες και
συνδικαλιστές οδηγούνται στα αστυνομικά τμήματα, είναι μια ακόμη πολύτιμη
υπηρεσία στο κεφάλαιο. Επιβεβαιώνει παράλληλα ότι η ανάκαμψη που υπόσχεται η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ έχει ως προϋπόθεση την ακόμα μεγαλύτερη «κάμψη» των
εργατικών δικαιωμάτων και ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη περιστολή των
συνδικαλιστικών ελευθεριών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πρόσφατο
εβδομαδιαίο δελτίο, ο ΣΕΒ σημειώνει χωρίς περιστροφές πως «η διατήρηση μιας
σύγχρονης αγοράς εργασίας στην εποχή μετά το πέρας της προσαρμογής με τα
μνημόνια αποτελεί απαραίτητο συστατικό μιας βιώσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας».
***
Ειδικότερα, ο ΣΕΒ
εστιάζει στη διατήρηση του κατώτερου μισθού στα σημερινά εξευτελιστικά
επίπεδα, με ορισμό του από το αστικό κράτος, στη διατήρηση της υπερίσχυσης των
επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, στη διατήρηση και παραπέρα
ενίσχυση της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, ενώ για την προώθηση των παραπάνω
ζητά να ενισχυθεί ο «κοινωνικός διάλογος». Επί λέξει, οι βιομήχανοι αναφέρουν
στο δελτίο τους: «Οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα
πρέπει να εκκινούν από το επίπεδο του κατώτατου μισθού όπως καθορίζεται από το
κράτος, που θα πρέπει να είναι ο υπέρτατος θεματοφύλακας της ανταγωνιστικότητας
της εθνικής οικονομίας (...) Είναι σημαντικό να διατηρηθεί η δυνατότητα
υπερίσχυσης των συμβάσεων που συνάπτονται πιο κοντά στο επίπεδο της
επιχείρησης». Υποστηρίζουν δε πως «...όσο περισσότερο ευέλικτη είναι η αγορά
εργασίας, τόσο περισσότερο αυξάνονται και οι "κενές" θέσεις
εργασίας...». Είναι φανερό ότι κυβέρνηση και εργοδοσία έχουν «ξεθάψει» το
τσεκούρι μετά τη 2η «αξιολόγηση» και ετοιμάζουν νέα κλιμάκωση σε βάρος του λαού.
Η απάντηση είναι... συσπείρωση στα σωματεία μέλη του Εργατικού Κέντρου Λαμίας.