Μια
ματιά στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών σύμφωνα με
στοιχεία από μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων
Η σημερινή αγορά εργασίας της Γερμανίας κυριαρχείται
από τις ελαστικές μορφές εργασίας και εκατομμύρια «κακοπληρωμένους» εργαζόμενους
που ζουν στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Στα 16,5 εκατομμύρια
ανέρχονται οι εργαζόμενοι με τις λεγόμενες «άτυπες μορφές απασχόλησης», δηλαδή
σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (στοιχεία 2016 του Ινστιτούτου
Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών - WSI). Ο όρος «άτυπες μορφές»
περιλαμβάνει τη μερική απασχόληση, τους προσωρινούς ή έκτακτους εργαζόμενους
και τα mini jobs (εργαζόμενοι με βραχυπρόθεσμη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία
της τάξης των 450 ευρώ), ενώ συνήθως πρόκειται για ανασφάλιστη εργασία.
Αυτή η κατάσταση είναι
αποτέλεσμα αντεργατικών μέτρων που άρχισαν να εφαρμόζονται από τα μέσα της
δεκαετίας του '90 και κορυφώθηκαν στις αρχές του 2000. Το 2003, επί καγκελαρίας
του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, αποφασίστηκε η λεγόμενη «Ατζέντα
2010», με στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής
οικονομίας και να μετατρέψει τον «ασθενή της Ευρώπης» στην ισχυρότερη οικονομία
της Ευρωζώνης. Μέρος της «ατζέντας» ήταν και οι «μεταρρυθμίσεις Χαρτζ»
(Hartz IV). Η «θεραπεία» της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας ήταν η
ραγδαία μείωση του εργασιακού «κόστους» και των προνοιακών παροχών.
Αποδεικνύεται ότι αντεργατικά μέτρα που παίρνονται συσσωρευμένα και εσπευσμένα
στην Ελλάδα (και άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την καπιταλιστική κρίση
υπερπαραγωγής), έχουν εφαρμοστεί προ πολλού σε ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Η φτηνή εργατική δύναμη,
σε συνδυασμό με το «άνοιγμα» αναδυόμενων αγορών στην Ασία και άλλους
παράγοντες, «εκτόξευσαν» τη γερμανική καπιταλιστική οικονομία, όπως δείχνει
πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων, με
τίτλο «Ο μύθος Χαρτζ: Μια προσεκτική ματιά στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά
εργασίας στη Γερμανία».
Αντιασφαλιστική επίθεση
και «εκτόξευση» της ελαστικής εργασίας
Ανάμεσα σε άλλα, τα
μέτρα της «Ατζέντας 2010»: Εισήγαγαν αντικίνητρα για «πρόωρη συνταξιοδότηση»,
μείωσαν τις συντάξεις, άνοιξαν το δρόμο για κατάργηση της κρατικής
χρηματοδότησης στα ασφαλιστικά ταμεία. Επιδότησαν τις ήδη υπάρχουσες
χαμηλόμισθες και συνήθως ανασφάλιστες θέσεις εργασίας (μίνι τζομπς),
διευκόλυναν την πρόσληψη εργαζομένων ορισμένου χρόνου και μέσω εργολαβικών
συνεργείων, έγιναν ευκολότερες και φτηνότερες οι απολύσεις. Σήμερα, το κόστος
απόλυσης εργαζομένων στη Γερμανία είναι χαμηλό σε σχέση με διεθνή στάνταρ.
Ενδεικτικά, αναφέρει η
παραπάνω μελέτη: Οι εργολαβικοί εργάτες αυξήθηκαν από περίπου
300.000 το 2003 σε 1 εκατ. το 2016. Το ποσοστό των συμβάσεων ορισμένου
χρόνου ήταν ήδη υψηλό και αυξήθηκε περαιτέρω από 40% το 2003 στο 45%
το 2015. Το 2002 οι εργαζόμενοι με μισθούς 400 - 450 ευρώ (μίνι τζομπς)
ανέρχονταν σε 4,1 εκατ. και μόλις το 2005 είχαν αυξηθεί σε 5,1 εκατ. Η αύξηση
παρατηρείται κυρίως σε άντρες που βρίσκονταν σε μαθητεία ή είχαν υψηλότερη
εξειδίκευση, αυτοί άλλωστε ήταν και ο βασικός «στόχος» των «μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον,
υπάρχουν στοιχεία ότι οι μίνι τζομπς αντικατέστησαν θέσεις πλήρους εργασίας σε
νοσοκομεία και λιανεμπόριο.
Τα παραπάνω μέτρα της
«ατζέντας» εκτόξευσαν την ήδη υπάρχουσα ελαστική εργασία. Οι εργοδότες είχαν
στη διάθεσή τους από τη γερμανική νομοθεσία «εργαλεία» για πιο φτηνή και πλήρως
προσαρμοσμένη στις ανάγκες των επιχειρήσεων εργασία, ήδη από τα μέσα της
δεκαετίας του '90. Για να μην απολύσουν τους εξειδικευμένους εργάτες, που
κόστιζαν και περισσότερο, εφάρμοζαν τη «μειωμένη εργασία» («Kurzarbeit»),
η οποία επέτρεπε στις επιχειρήσεις να μειώνουν τις ώρες εργασίας σε θέσεις που
επιδοτούνταν από το κράτος. Με τους «λογαριασμούς ωρών εργασίας»,
είχαν το δικαίωμα να «αποθηκεύουν» υπερωρίες τις χρονιές αύξησης της παραγωγής
και να μειώνουν τις ώρες εργασίας σε περιόδους ύφεσης.
Συγχώνευση επιδομάτων
και περικοπές παροχών
Μέσω του «Hartz IV»
συγχωνεύτηκαν επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας και περιορίστηκαν δραστικά.
Αντίστοιχο μέτρο θα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το Μάρτη 2018
υπό τον τίτλο «σύγχρονο σύστημα "στέγασης" οικογένειας και παροχών
αναπηρίας» και «εξορθολογισμό των περιττών κοινωνικών προγραμμάτων»,
αλλά και με «όχημα» το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης». Πρόκειται για
κατακρεούργηση των προνοιακών και αναπηρικών επιδομάτων.
Στη Γερμανία, η διάρκεια
των επιδομάτων ανεργίας μειώθηκε από 32 σε 12 μήνες. Μειώθηκε ακόμη το ποσό του
επιδόματος ανεργίας που ήταν στο 50% του καθαρού μισθού που έπαιρνε πριν ο
άνεργος. Σήμερα το επίδομα «Hartz IV» των ικανών προς εργασία ανέρχεται σε μόλις
409 ευρώ. Μάλιστα, ο άνεργος για να λάβει το επίδομα θα πρέπει αρχικά να
συντηρείται από τον/την σύζυγό του και να εξαντλήσει τις όποιες οικονομίες της
οικογένειας για να λάβει το βοήθημα. Γι' αυτόν το λόγο, οι Γερμανοί τα
αποκαλούν «επιδόματα ξεγυμνώματος», επειδή πρέπει να μην έχει κανείς «στον ήλιο
μοίρα» για να τα «δικαιούται».
«Ενας τεράστιος
αριθμός ανθρώπων επηρεάστηκε», σημειώνει η μελέτη. Πριν τις
«μεταρρυθμίσεις», περίπου 4 εκατ. άνθρωποι είχαν παροχές
(ανεργίας, πρόνοιας) που παρέπεμπαν στο προηγούμενο βιοτικό τους επίπεδο. Το
2008, ήταν λιγότεροι από 1 εκατ.
Ωθηση στην εργασία με
μισθούς «πείνας»
Ενα μεγάλο μέρος του
«Ηartz IV» αφορούσε τη γρήγορη ένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας και την
αύξηση της πίεσης να αναλάβουν μια θέση που προτεινόταν από τα γραφεία ευρέσεως
εργασίας. Επίσης, οι ίδιες οι περικοπές στις παροχές ανεργίας εξώθησαν μεγάλα
τμήματα των εργαζομένων να δέχονται κακοπληρωμένες, προσωρινές και ελαστικές
θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, «όποια δουλειά είναι διαθέσιμη
πρέπει να γίνεται δεχτή, και αυτό έπρεπε αυστηρά να επιβληθεί»,
τονίζεται στη μελέτη.
Η επίδραση ήταν έντονη
στους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας που έχασαν το δικαίωμά τους στην πρόωρη
συνταξιοδότηση. Πριν το 2003 σχεδόν το 40% των ανθρώπων ηλικίας 55 - 64 ετών
εργάζονταν, το 2016 αυξήθηκε σημαντικά αυτό το ποσοστό.
Οι μεταρρυθμίσεις «Hartz
IV» έδωσαν νέα ώθηση στη χαμηλόμισθη εργασία, η οποία όμως ήταν αρκετά
διευρυμένη πριν το 2003. Στη Γερμανία υπάρχει ένας διευρυμένος τομέας
χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας - ο μεγαλύτερος στην ΕΕ μετά τις χώρες
της Βαλτικής, την Πολωνία και τη Ρουμανία, ενώ λίγο πίσω από τη Γερμανία
ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία. Η «ανισότητα», οι μεγάλες
διαφορές στα εισοδήματα, αυξήθηκε απότομα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και
από το 2005 παραμένει παγιωμένη.
Το 2014 το 20% των
εργατών αμείβονταν με λιγότερο από 10 ευρώ την ώρα και το 1/3 των εργατών
λιγότερα από 12 ευρώ την ώρα, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η μερική
απασχόληση.
Ετσι, γενικά εκτιμάται
στη μελέτη, ότι οι μεταρρυθμίσεις «Hartz» συνέχισαν, επέκτειναν τη διαδικασία
μείωσης του εργατικού «κόστους», οδήγησαν στη μείωση των μισθών, αλλά κυρίως
των ήδη χαμηλόμισθων. Δημιούργησαν μια «δεξαμενή διαθέσιμης εργασίας»,
ανθρώπων που ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, με οποιονδήποτε
μισθό και συνθήκες εργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, στη
Γερμανία πράγματι υπήρξε μια αύξηση της απασχόλησης από 39 εκατ. εργαζόμενους
το 2003 σε 40 εκατ. το 2008 και σε 43,5 εκατ. εργαζόμενους σήμερα. Περισσότεροι
απασχολούμενοι, σημαίνει μεγαλύτερη παραγόμενη υπεραξία, δεδομένης μάλιστα της
φτηνής εργατικής δύναμης και της τεχνολογικής εξέλιξης που ανεβάζει την
παραγωγικότητα. Ομως, αναφέρει η μελέτη, οι «δεδουλευμένες ώρες»,
ένα μέτρο που δείχνει πόσες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί, μόλις πρόσφατα
έφτασαν τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Δηλαδή, οι συνολικές
«δεδουλευμένες ώρες» έχουν μοιραστεί σε περισσότερα άτομα, τα οποία
υποαπασχολούνται και δουλεύουν λιγότερες ώρες κερδίζοντας, φυσικά, λιγότερα.
Ο ρόλος της εργατικής
αριστοκρατίας
Επίσης, η μελέτη
υπογραμμίζει ότι η προθυμία των εργατικών συνδικάτων και των τοπικών εργατικών
συμβουλίων να συναινέσουν ήταν καθοριστική για τη μείωση του εργασιακού
«κόστους» στη Γερμανία. Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, όπου
κυριαρχεί η «εργατική αριστοκρατία» με στόχο να «ανταποκριθεί στις προκλήσεις
της παγκοσμιοποίησης», έπαψε να διεκδικεί αυξήσεις, δέχτηκε την ελαστική
εργασία και την πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης. Βέβαια, στη Γερμανία ο
εργοδοτικός συνδικαλισμός πολλές δεκαετίες πριν είχε ταχθεί στο πλευρό των
αναγκών του γερμανικού κεφαλαίου και είχε «πουλήσει» την εργατική τάξη.
Αρχικά, να σημειωθεί ότι
ήδη - πολύ πριν το 2003 - τα μέλη των συνδικάτων και κυρίως η κάλυψη των
εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) είχαν μειωθεί δραστικά.
Ταυτόχρονα με αυτό, η νομοθεσία επέτρεπε στις μεμονωμένες επιχειρήσεις να
αποκλίνουν από τις ΣΣΕ. Το 1993 αυτό αφορούσε μόλις 600.000 εργάτες, το 1998
σχεδόν 7 εκατ.
Στο μεταξύ, οι
επιχειρήσεις άρχισαν να αναθέτουν σε εργολαβικά συνεργεία τμήματα των
λειτουργιών τους με στόχο να πέσει το εργατικό «κόστος». Οι εργολαβικοί εργάτες
αποκλείονταν από τις Συλλογικές Συμβάσεις. Ετσι δημιουργήθηκαν εργαζόμενοι δύο
«ταχυτήτων»: Εκείνοι που εντάσσονταν στις ΣΣΕ των συνδικάτων και αποτελούσαν
τον «πυρήνα» της παραγωγής και εκείνοι που ήταν εκτός, βασικά στις υπηρεσίες.
Αλλά και για τους
εργαζόμενους που καλύπτονταν από τις ΣΣΕ, τα συνδικάτα στο όνομα της
«διατήρησης των θέσεων εργασίας» δεν διαπραγματεύονταν για αυξήσεις στους
μισθούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 οι μισθοί στη Γερμανία αυξάνονταν
μόνο αμυδρά. «Πράγματι, μια προσεχτική ματιά δείχνει ότι στη Γερμανία τα
υψηλά μεροκάματα συνέχισαν να αυξάνουν, αν και λίγο. Τα μεσαία μεροκάματα
έμειναν στάσιμα και τα χαμηλά έπεσαν, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες»,
υπογραμμίζει η μελέτη.
Η μελέτη αναφέρει ακόμη
ότι παρά την - έστω μετριοπαθή - αύξηση των μισθών από το 1995, το
κόστος εργασίας μειωνόταν για τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί η άνοδος
της παραγωγικότητας αυξάνει την υπεραξία που αποκομίζει ο
επιχειρηματίας ανά εργαζόμενο. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η εξωτερική ανάθεση
τμημάτων των επιχειρήσεων και άλλα μέτρα (π.χ. φοροελαφρύνσεις, επιδοτήσεις
θέσεων ελαστικής εργασίας).