Αντικείμενο πολιτικού εμπαιγμού γίνονται για άλλη μια φόρα
συμβασιούχοι στους ΟΤΑ, συνολικά στο Δημόσιο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αφήνει
να εννοηθεί ότι μπορεί να γίνει «μονιμοποίηση» συμβασιούχων και μετά «τα
μαζεύει», τμήμα του αστικού Τύπου βάλλει κατά της «μονιμοποίησης». Το ίδιο ακριβώς
έργο παίχθηκε και πριν από ένα μήνα, με την κυβέρνηση σκόπιμα να λέει μισόλογα
και τη ΝΔ να προαναγγέλλει απολύσεις συμβασιούχων μέσω δικαστηρίων, στην
περίπτωση που μονιμοποιηθούν, αν και όταν γίνει κυβέρνηση.
Πριν από κάθε άλλη σκέψη, οι συμβασιούχοι
πρέπει να έχουν καθαρό ότι αυτή η συζήτηση δεν έχει καμία σχέση με μόνιμη και
σταθερή δουλειά με πλήρη δικαιώματα. Οσα και ό,τι λόγια και να ειπωθούν, αυτή η
κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, υλοποιούν σταθερά τον διακηρυγμένο στόχο
του κεφαλαίου και της ΕΕ για διεύρυνση των ελαστικών σχέσεων εργασίας σε όλο το
Δημόσιο, με παραπέρα μείωση του λεγόμενου «μισθολογικού κόστους».
Αυτήν τη φορά, πρωταγωνιστικό ρόλο στην
ανακίνηση του θέματος των συμβασιούχων έπαιξε ο υπουργός Εσωτερικών, Π.
Σκουρλέτης. Σε συνέντευξη που έδωσε υποσχέθηκε τα πάντα και ...τίποτα. Μίλησε
για «προσδιορισμό των πραγματικών σχέσεων» των χιλιάδων συμβασιούχων,
προκειμένου «να καθορίσουμε ένα αυστηρότερο πλαίσιο, ώστε να μη γίνεται καμιά
κατάχρηση των συμβάσεων».
Είπε, ακόμα, ότι «υπάρχει το Σύνταγμα που,
σωστά, απαγορεύει τη μετατροπή των συμβασιούχων σε αορίστου χρόνου εργαζόμενους
και από την άλλη η ευρωπαϊκή νομοθεσία και οδηγία που μιλάει για μη κατάχρηση
των συμβάσεων». Σημείωσε, τέλος, ότι «μιλάμε για αποκατάσταση και αποκάλυψη
πραγματικών εργασιακών σχέσεων», αλλά και ότι δεν «πρόκειται για προαναγγελία
μονιμοποίησης χιλιάδων συμβασιούχων στο Δημόσιο».
***
Να υπενθυμίσουμε, για ακόμη μια φορά, ότι η απαγόρευση της μονιμοποίησης των
συμβασιούχων προβλέπεται από άρθρο του Συντάγματος, που ψήφισαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και
Συνασπισμός το 2001. Η κοινοτική οδηγία 1999/70, που επικαλείται ο υπουργός,
προβάλλει τη λογική της «ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας» και σε καμιά
περίπτωση δεν ζητάει από τα κράτη - μέλη «να αλλάξουν τις συμβάσεις ορισμένου
χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου», όπως απάντησε το 2007 η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, σε Ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Παπαδημούλη.
Αυτό που συστήνει γενικά η οδηγία, είναι
να μη γίνεται «κατάχρηση» των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που ερμηνεύεται
ποικιλοτρόπως από τους ενδιαφερόμενους φορείς και αξιοποιείται για τη διακοπή
συμβάσεων σε εργαζόμενους που καλύπτουν πραγματικές ανάγκες σε υπηρεσίες και
τομείς της κρατικής διοίκησης.
Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι η πολιτική που
υπηρετούν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά και η πλειοψηφία των
δημοτικών αρχών, έχει διαμορφώσει ένα αντεργατικό - αντιλαϊκό πλαίσιο, βάσει
του οποίου υπηρεσίες των δήμων, όπως η καθαριότητα, είναι ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Δηλαδή πηγή χρηματοδότησής της είναι τα δημοτικά τέλη.
Για να «μονιμοποιηθούν» οι συμβασιούχοι
στην καθαριότητα, θα πρέπει να το ζητήσουν οι δήμοι και να πληρώνουν τους
μισθούς από την αύξηση της φορολογίας των δημοτών ή από την περικοπή άλλων
δαπανών, που αφορούν στην κάλυψη στοιχειωδών λαϊκών αναγκών. Ετσι, το μάρμαρο
καλείται να το πληρώσει πάλι ο λαός, ενώ η μισθοδοσία θα έπρεπε να είναι
αποκλειστική ευθύνη του κράτους.
Σε ό,τι αφορά τον λεγόμενο «ευρύτερο
δημόσιο τομέα» και το τι εννοεί ο υπουργός, μιλώντας για «αποκατάσταση των
πραγματικών σχέσεων των συμβασιούχων», δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε στο πώς
αντιμετώπισε η κυβέρνηση τους εργολαβικούς εργάτες στα νοσοκομεία:
Αντικατέστησε το καθεστώς των συμβάσεων μέσω εργολάβων, με τις επίσης απαράδεκτες
ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
Μέσω αυτών, οι εργαζόμενοι
υποαπασχολούνται, δουλεύουν χωρίς συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα, με
συμβάσεις με ημερομηνία λήξης και με μισθούς πείνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται
για τη ζωή των ίδιων, αλλά και για την κατάσταση που βιώνουν οι ασθενείς στα
νοσοκομεία. Για παράδειγμα, στον «Ευαγγελισμό» έβαλαν τις καθαρίστριες να
υπογράψουν σύμβαση ορισμένου χρόνου χωρίς δώρα εορτών, επιδόματα, δικαίωμα
άδειας κ.ά., ο μισθός είναι 390 ευρώ, έχουν να πληρωθούν επτά μήνες, ενώ είναι
σύνηθες να υπερβαίνουν το προβλεπόμενο ωράριο εργασίας.
***
Από όλα τα παραπάνω, οι συμβασιούχοι χρειάζεται να βγάλουν το συμπέρασμα
ότι κυβέρνηση και δημοτικές αρχές, το ίδιο το κράτος του κεφαλαίου, είναι
ενάντια στη σταθερή και μόνιμη δουλειά με πλήρη δικαιώματα, ανεξάρτητα από τις
διακηρύξεις και τα παχιά λόγια που ακούγονται από καιρό σε καιρό, στο πλαίσιο
και του ανταγωνισμού για το ποιο κόμμα και ποια κυβέρνηση θα αποκτήσει
ισχυρότερα ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, κρατώντας χιλιάδες εργαζόμενους σε
ομηρία, εγκλωβισμένους σε φρούδες υποσχέσεις και ελπίδες.
Στόχος της πολιτικής της κυβέρνησης και
των δημοτικών αρχών, όπου πλειοψηφούν εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων όλων των
αποχρώσεων, είναι ένα φτηνότερο κράτος, πιο λειτουργικό για το κεφάλαιο, μέσα
και από την παραπέρα μείωση του κόστους εργασίας, με εδραίωση και επέκταση της
ευελιξίας. Αυτήν την πραγματικότητα, «σερβιρισμένη» με το επιχείρημα της
«δημοσιονομικής προσαρμογής» και των «αντοχών της οικονομίας», βρίσκουν
απέναντί τους οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι κάθε φορά που διεκδικούν δικαιώματα
και μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Από την πείρα τους αυτοί οι εργαζόμενοι
ξέρουν ότι ακόμα και για τα στοιχειώδη, όπως το να πληρώνονται στην ώρα τους,
χρειάζεται αγώνας σε σύγκρουση με την κυβέρνηση και τις δημοτικές αρχές, τα
κόμματα που τις στηρίζουν, σε συντονισμό με τους μόνιμους συναδέλφους τους, που
πλήττονται και αυτοί από την ίδια αντιλαϊκή πολιτική. Η δυναμική αυτού του
αγώνα θα δυναμώνει όσο συνδέεται με το στόχο της ανασύνταξης του εργατικού -
συνδικαλιστικού κινήματος, με την πάλη για μόνιμη και σταθερή δουλειά για
όλους, κατάργηση όλων των ελαστικών σχέσεων εργασίας, προσλήψεις στο ύψος των
πραγματικών αναγκών.